παράσειο(ν)

παράσειο(ν)
το вымпел

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παράσειο(ν)" в других словарях:

  • παράσειο — το / παράσειον, ΝΑ νεοελλ. μικρή έγχρωμη σημαία, σχισμένη στα δύο στην άκρη, που χρησιμεύει για διακόσμηση ή για την επικοινωνία με σήματα στον στρατό ή στο ναυτικό και συχνά στολίζει τις λόγχες τών ιππέων ή τις σάλπιγγες αρχ. 1. μακρόστενη… …   Dictionary of Greek

  • παρασειοφόρος — ο 1. αυτός που φέρει παράσειο («παρασειοφόρος ναυς») 2. το αρσ. ως ουσ. ο παρασειοφόρος στρατ. ιππέας ή οπλίτης ο οποίος κρατά λόγχη ή σάλπιγγα στολισμένη με παράσειο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσειο + φόρος*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»